- ὑπερφύεια
- ὑπερφύ-εια [pron. full] [φῠ], ἡ,A magnificence,
τῶν πυραμίδων OGI666.26
(Egypt, i A. D.); excellency, as a title, POxy.135.12 (vi A. D.), etc.; cf. ὑπερφυΐα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν πυραμίδων OGI666.26
(Egypt, i A. D.); excellency, as a title, POxy.135.12 (vi A. D.), etc.; cf. ὑπερφυΐα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερφύεια — ἡ, ΜΑ [ὑπερφυής] μσν. (ως τιμητική προσφώνηση) εξοχότητα αρχ. (για τις πυραμίδες) το θαυμαστό, το μεγαλειώδες … Dictionary of Greek